- καιόμενα
- καίωkindlepres part mp neut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καιομένα — καιομένᾱ , καίω kindle pres part mp fem nom/voc/acc dual καιομένᾱ , καίω kindle pres part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καιομένας — καιομένᾱς , καίω kindle pres part mp fem acc pl καιομένᾱς , καίω kindle pres part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καιομέναν — καιομένᾱν , καίω kindle pres part mp fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καιόμεν' — καιόμενα , καίω kindle pres part mp neut nom/voc/acc pl καιόμενε , καίω kindle pres part mp masc voc sg καιόμεναι , καίω kindle pres part mp fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
BRACHMANES vel BRACHMANAE — BRACHMANES, vel BRACHMANAE Palladio Bragmanes, Indornm Gymnosophistae, quorum Princeps Dandamis erat tempore Alexandri Magni; Iarchas vero, quando Apollonius Tyaneus, discendi visendique studiô ad illos se contulerat. Hi simulacra contemnebant,… … Hofmann J. Lexicon universale
δαφνομαντεία — η είδος μαντείας με καιόμενα φύλλα δάφνης … Dictionary of Greek
εξαγοράζω — (AM ἐξαγοράζω) [αγοράζω] 1. απελευθερώνω καταβάλλοντος λύτρα ή χρηματικό ποσό («εξαγοράζω τους αιχμαλώτους», «ἐξηγόρασας ἡμᾱς ἐκ τῆς κατάρας τοῡ Νόμου τῷ τιμίῳ Σου αἵματι») 2. αγοράζω κάτι στο ακέραιο, εξολοκλήρου («εξαγόρασε τις μετοχές τής… … Dictionary of Greek
μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… … Dictionary of Greek
προσθέω — Α τρέχω προς κάποιον ή προς ένα μέρος (α. «προσθεῑ τῷ Κύρῳ», Ξεν. β. «προσθέω πρὸς τὰ καιόμενα», Πολύαιν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + θέω «τρέχω»] … Dictionary of Greek
πυροσβεστήρας — Συσκευή κατάλληλη για την κατάσβεση πυρκαγιάς περιορισμένης έκτασης. Χρησιμοποιούνται σήμερα π. σε διαφόρους τύπους και διαστάσεις, προσαρμοσμένοι για διάφορες συνθήκες περιβάλλοντος και για διαφορετικά καιόμενα υλικά. Η δράση τους, σε όλους τους … Dictionary of Greek